μεσόμφαλος

μεσόμφαλος
μεσόμφαλος
in mid-navel
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσόμφαλος — μεσόμφαλος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον το μεσόλοφον* αρχ. (για το ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ομφαλού τής Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῑς χρηστηρίοις», Αισχύλ.) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • μεσόμφαλον — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem acc sg μεσόμφαλος in mid navel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσομφάλοις — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσομφάλου — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσομφάλους — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσομφάλῳ — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόμφαλα — μεσόμφαλος in mid navel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόμφαλοι — μεσόμφαλος in mid navel masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσομφάλιον — μεσομφάλιον, τὸ (Α) [μεσόμφαλος] 1. ο ομφαλός 2. το μέσο, το κέντρο τής ασπίδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”